- πάγκοινος
- πάγκοινοςcommon to allmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάγκοινος — η, ο (ΑΜ πάγκοινος, ον) 1. αυτός στον οποίο συντρέχουν όλοι ή αυτός που ανήκει σε όλους, ο κοινός σε όλους (α. «πάγκοινη πανήγυρη» β. «πάγκοινος χώρα», Πίνδ.) 2. ο γνωστός, ο φανερός σε όλους, κοινότατος, πασίγνωστος νεοελλ. μτφ. κοινότατος,… … Dictionary of Greek
πάγκοινος — η, ο ο κοινός σε όλους, ο κοινότατος: Η τηλεόραση έγινε πάγκοινη τα τελευταία χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παγκοίνως — πάγκοινος common to all adverbial πάγκοινος common to all masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγκοινον — πάγκοινος common to all masc/fem acc sg πάγκοινος common to all neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκοίνοις — πάγκοινος common to all masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκοίνου — πάγκοινος common to all masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκοίνους — πάγκοινος common to all masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκοίνων — πάγκοινος common to all masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκοίνῳ — πάγκοινος common to all masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγκοινα — πάγκοινος common to all neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)